- καταδημαγωγώ
- καταδημαγωγῶ, -έω (Α)1. εξαπατώ, παραπλανώ τον δήμο, δηλ. τον λαό, και ουσιαστικά καθιστώ άχρηστα τα δικαιώματά του με απατηλά λόγια και κολακείες2. παθ. καταδημαγωγοῡμαι, -έομαιπαραπλανούμαι με απατηλά λόγια και κολακείες.
Dictionary of Greek. 2013.