καταδημαγωγώ

καταδημαγωγώ
καταδημαγωγῶ, -έω (Α)
1. εξαπατώ, παραπλανώ τον δήμο, δηλ. τον λαό, και ουσιαστικά καθιστώ άχρηστα τα δικαιώματά του με απατηλά λόγια και κολακείες
2. παθ. καταδημαγωγοῡμαι, -έομαι
παραπλανούμαι με απατηλά λόγια και κολακείες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταδημαγωγῶ — καταδημαγωγέω conquer by the arist of a demagogue pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταδημαγωγέω conquer by the arist of a demagogue pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταδημαγωγέω conquer by the arist of a demagogue pres subj act 1st …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδημαγωγία — η (Μ καταδημαγωγία) [καταδημαγωγώ] τα τεχνάσματα τού δημαγωγού, η εξαπάτηση τού λαού …   Dictionary of Greek

  • καταδημαγώγηση — η η εξαπάτηση τού λαού με δημαγωγικά τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδημαγωγώ. Η λ., στον λόγιο τ. καταδημαγώγησις, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • μορφινίζω — 1. αναισθητοποιώ, ναρκώνω χρησιμοποιώντας μορφίνη 2. μτφ. καταγοητεύω ή καταδημαγωγώ κάποιον, ώστε να μην μπορεί να σκεφθεί και να κρίνει σωστά, εξαπατώ, ξεγελώ, αποκοιμίζω κάποιον με απατηλούς λόγους 3. (το μέσ. παθ.) μορφινίζομαι παίρνω μορφίνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”